8 όχι ιδιαίτερα γνωστά ποιήματα – ύμνοι!

8 όχι ιδιαίτερα γνωστά ποιήματα – ύμνοι!

Παγκόσμια ημέρα ποίησης και ημέρα κατά του ρατσισμού, συν τοις άλλοις, σήμερα, 21 Μαρτίου, κι άρχισα να ανακαλώ στη μνήμη μου ποιήματα και ποιητές που με σημάδεψαν… Ποιήματα που όσες φορές κι αν διαβάσω ή απαγγείλω, αισθάνομαι τα νοήματά τους να με αγγίζουν βαθύτατα, να με πλάθουν, να με συγκινούν και να με συγκλονίζουν. Η ποίηση, θεωρώ πως μάς συντροφεύει σε όλες τις εκφάνσεις και στιγμές της ζωής μας. Μέσω αυτής, εκφράζουμε τον πόνο, τον έρωτα, την αγαλλίαση, την ευτυχία, την απώλεια. Ένεκα της ημέρας, λοιπόν, παραθέτω παρακάτω – με τυχαία σειρά – 8 από τα πιο αγαπημένα μου ποιήματα, επίσης πολύ αγαπημένων μου ποιητών. Στη συγκεκριμένη λίστα, αποφάσισα να μη συμπεριλάβω τα γνωστότερα ποιήματα των αγαπημένων μου ποιητών (τα οποία παραμένουν εξαιρετικά κι αγαπημένα), αλλά κάποια λιγότερο γνωστά που, όμως, θεωρώ πως αποτελούν ύμνους στον έρωτα, στην έκφραση του πόνου, στο όνειρο, στην ελευθερία καθώς και σε άλλα υψηλά ιδανικά. (Η επιλογή νούμερο 7, αφιερωμένη και κατά του ρατσισμού).

 

1. Τάσος Λειβαδίτης (1922-1988) – «Ο μουσικός», από τη συλλογή «Νυχτερινός επισκέπτης», 1972.

Συχνά τη νύχτα, χωρίς να το καταλάβω, έφτανα σε μια άλλη πόλη, δεν υπήρχε παρά μόνο ένας γέρος, που ονειρευόταν κάποτε να γίνει μουσικός, και τώρα καθόταν μισόγυμνος μες στη βροχή – με το σακάκι του είχε σκεπάσει πάνω στα γόνατα του ένα παλιό, φανταστικό βιολί, «το ακούς;» μου λέει, «ναι, του λέω, πάντα το άκουγα», ενώ στο βάθος του δρόμου το άγαλμα διηγόταν στα πουλιά το αληθινό ταξίδι.

2. Κική Δημουλά (1931-2020) – «Υπέρβαση», από τη συλλογή «Τα εύρετρα», 2010.

Πόσο έχω επιθυμήσει

δεμένη στο ένα έστω φτερό

κάποιου μεγάλου ταξιδιάρικου πουλιού

ξαπλωτή όχι ανάσκελα

γιατί τα υπεράνω μου

όλα σχεδόν τα έχω δει

μπρούμυτα δεμένη στο ένα φτερό

να φωτογραφίσω

αν είναι από το ίδιο υλικό φτιαγμένες

οι σκεπές μας

και συ με ταπεινώνεις, μου λες

ότι κανένα πουλί

με αχρηστευμένο το ένα φτερό του

από το βάρος μου

δε διακινδυνεύει τέτοιο ταξίδι

λάθος κάνεις

έχω πολλές φορές ψηλά πετάξει

στο βάρος μου δεμένη.

3. Μίλτος Σαχτούρης (1919-2005) – «Ὁ Ἐλεγκτής», από τη συλλογή «Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο», 1958.

Ἕνας μπαξὲς γεμάτος αἷμα εἶν᾿ ὁ οὐρανὸς καὶ λίγο χιόνι ἕσφιξα τὰ σκοινιά μου πρέπει καὶ πάλι νὰ ἐλέγξω τ᾿ ἀστέρια ἐγὼ κληρονόμος πουλιῶν πρέπει ἔστω καὶ μὲ σπασμένα φτερά νά πετάω.

4. Σταύρος Βαβούρης(1925-2008) – Γ’, από τη συλλογή «Ορφέας κατερχόμενος», 1971.

Όπως ανέβαινες, ανέβαινε μαζί σου κι ένα απ’ τα πανάκριβα στερνά μου ποιήματα. Όσο πλησίαζες γινόταν ευκρινέστερη η δομή του Μπορούσα να το φανταστώ σχεδόν τελειωμένο μπορούσα να πάρω ένα μολύβι να το γράψω. Η ανάπτυξή του αναστελλόταν μοναχά απ’ την παρεμβολή περαστικών τυχαίων. Δεν έπρεπε να σταματήσεις μακριά απ’ το σημείο που ‘στεκα, δεν έπρεπε να στρίψεις ξαφνικά σε μια απ’ τις παρόδους της λεωφόρου που ανηφόριζες —Θε μου— δεν έπρεπε έτσι να χαθείς πριν προφτάσω να διαβάσω το πιο καίριο: Ό,τι είχαν να προσθέσουνε τα μάτια σου.

5. Ντίνος Χριστιανόπουλος (1931-2020) -« Ἑνὸς λεπτοῦ σιγή», από τη συλλογή «Ανυπεράσπιστος καημός», 1959.

Ἐσεῖς ποὺ βρήκατε τὸν ἄνθρωπά σας κι ἔχετε ἕνα χέρι νὰ σᾶς σφίγγει τρυφερά, ἕναν ὦμο ν᾿ ἀκουμπᾶτε τὴν πίκρα σας, ἕνα κορμὶ νὰ ὑπερασπίζει τὴν ἔξαψή σας, κοκκινίσατε ἄραγε γιὰ τὴν τόση εὐτυχία σας, ἔστω καὶ μία φορά; Εἴπατε νὰ κρατήσετε ἑνὸς λεπτοῦ σιγή γιὰ τοὺς ἀπεγνωσμένους;

6. Κωνσταντίνος Π. Καβάφης – 1863-1933), από τη συλλογή «Ποιήματα», 1899.

Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας σα μια σειρά κεράκια αναμένα — χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.Η περασμένες μέρες πίσω μένουν, μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων· τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη, κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά. Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των, και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι. Εμπρός κυττάζω τ’ αναμένα μου κεριά. Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει, τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.

7. Μαχμούντ Νταρουϊς (1941- 2008)- «Να σκέφτεσαι τους άλλους», από την ομώνυμη συλλογή, 2010.

Καθώς ετοιμάζεις το πρωινό σου, να σκέφτεσαι τους άλλους. Μην ξεχνάς να ταΐζεις τα περιστέρια. Όταν πολέμους ξεκινάς, να σκέφτεσαι τους άλλους. Μην ξεχνάς όσους λαχταρούν την ειρήνη. Όταν πληρώνεις το νερό, να σκέφτεσαι τους άλλους. Εκείνους που μόνο τα σύννεφα έχουν να τους θηλάσουν. Όταν γυρνάς στο σπιτικό σου, να σκέφτεσαι τους άλλους. Μην ξεχνάς όσους ζουν σε αντίσκηνα. Όταν τ’ αστέρια μετράς πριν κοιμηθείς, να σκέφτεσαι τους άλλους. Εκείνους που δεν έχουνε πού να πλαγιάσουν. Όταν ελεύθερα μιλάς, να σκέφτεσαι τους άλλους. Εκείνους που δεν τους αφήνουν να μιλήσουν. Και καθώς σκέφτεσαι εκείνους, τους άλλους, Στον εαυτό σου γύρισε και πες: «Αχ και να ήμουν ένα κερί στο σκοτάδι».

8. Γιάννης Ρίτσος (1909- 1990) – Απόσπασμα του ποιήματος:«Το τραγούδι της αδελφής μου», από την ομώνυμη συλλογή, 1937.

Αδελφή μου, δεν είμαι πιά ποιητής δεν καταδέχομαι νάμαι ποιητής. Είμαι ένα πληγωμένο μυρμήγκι που έχασε το δρόμο του μες στην απέραντη νύχτα. Αναδεύω την τέφρα των πυρπολημένων Απριλίων και δε βρίσκω μια σπίθα για ν’ ανάψω την αρχαία θερμάστρα. Εσύ εζύγησες τους θησαυρούς των αιώνων μες στη λεπτή παλάμη σου. Εσύ εγκρέμισες τα όρη όπου αναπαύονταν οι ποιητές. Κ’ εγώ δεν είμαι πια ποιητής. Το ξέρω, οι ποιητές δε ρυπαίνουν με δάκρυα τις κρυστάλλινες πολιτείες. Αγρυπνούν με το βλέμμα τους ίσο κι αθόλωτο για να μετρούν τις φρικιάσεις του φωτός και τους παλμούς του σύμπαντος. Όμως εγώ, αδελφή μου, αγρυπνώ μετρώντας τους παλμούς και την ανάσα σου. Στυλώνομαι, πύργος νυχτός, μες στην ακατανόητη βοή των διασταυρουμένων κεραυνών κι αγγίζω αδίστακτος τα ξίφη. Οι αψίδες του φωτός κατέρρευσαν κάτω απ’ τα βλέφαρα σου. Τίποτ’ άλλο δε ζει έξω απ’ τον πένθιμο κύκλο που χαράζουν στην πλάση τα μάτια σου. Δε θέλω τα τύμπανα των θριάμβων να αναγγέλλουν τη δόξα μου μες στα δάση της άνοιξης. Το δικό σου χαμόγελο μου φτάνει. Η κρήνη των ματιών σου μπορεί να ποτίσει τη δίψα μου και ν’ ανθίσει τη ζωή μου.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *